- προπροκυλίνδομαι
- προ-προ-κυλίνδομαι: roll (as suppliant) before, Διός, Il. 22.221; ‘wander from place to place,’ Od. 17.525.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
προπροκυλίνδομαι — Α (επικ. τ.) (ως επιτατικό τού κυλίνδομαι) 1. εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικετεύω επίμονα κάποιον 2. περιφέρομαι συνεχώς από πόλη σε πόλη υφιστάμενος κακουχίες και απροστάτευτος … Dictionary of Greek
προπροκυλινδόμενον — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc acc sg προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπροκυλινδόμενοι — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπροκυλινδόμενος — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)